- παγκρατιασταί
- παγκρατιαστήςone who practises themasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγκρατιαστής — (Α) [παγκρατιάζω] αθλητής τού παγκρατίου («παγκρατιασταί ἀθληταὶ πύκται) αρχ. ως κύριο όν. Παγκρατιαστής τίτλος κωμωδιών τού Αλέξιδος και τού Φιλήμονος … Dictionary of Greek